- πεπετρωμένῃ
- πετρόωturn into stoneperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετρώνω — πετρῶ, όω, ΝΜΑ [πέτρα] 1. μεταμορφώνω, μεταβάλλω σε πέτρα («η Αγία Αναστασία πέτρωσε το καράβι τών κουρσάρων», Συναξ.) 2. πήγνυμαι, στερεοποιούμαι (α. «πέτρωσε το νερό» β. «oἱ ὄγκοι... πήγνυνταί τε καὶ πετροῡνται», Δίων Κάσσ.) 3. (για την ψυχή,… … Dictionary of Greek